- προσεγγίζειν
- προσεγγίζωbring nearpres inf act (attic epic)προσεγγίζωbring nearpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεγγίζω — ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α 1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα τού ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το… … Dictionary of Greek